ἀσικλέτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσικλέτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσικλέτιστος ἐπίθ. Ἀθῆν. ἀσ’κλέτιγος Πελοπν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σικλετιστὸς<σικλετίζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ στενοχωρούμενος ἔνθ᾽ ἀν.: Δὲ μ᾿ ἀφίνει μιˬὰ στιγμὴ ἀσικλέτιστο Ἀθῆν. || Παροιμ. Νοῦς ἀσ’κλέτιγος κεφάλι κολοκυθένιˬο (ἐπὶ μὴ προνοούντων καὶ ραθύμων).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA