γοδέρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοδέρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοδέρω, γοdέρω Ἄνδρ. Κύθηρ. gουdέρω Ιθάκ. γοδέρω Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ζάκ. Ἰθάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κασσιόπ. Λευκίμμ. Σιναρᾶδ. κ.ἀ.) Κύθν. Μαθράκ. Μῆλ. Ὀθων. Παξ. Πάρ. Σῦρ. - Π. Βλαστ., Ἀργώ, 325 καὶ 337 - Λεξ. Δημητρ. γοδάρω Ἤπ. (Πάργ.) γοδίρω Χίος - Λεξ. Δημητρ. γοδέρνω Κέρκ. (Κασσιόπ.) Κορσ. - Γ. Ψυχάρ., Τὰ δυὸ ἀδέρφ., 80 γοντέρνω Ἰων. (Μπουρνόβ. Σμύρν.) γουδέρω Ἰθάκ. Κεφαλλ. γουδέρου Τῆν. Στερελλ. (Περίστ.) γουδέρνω Πελοπν. (Αἴγ.) γ᾽δέρω Λευκ. γουτέρω Κρήτ. γοδερίζω Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. κ.ἀ.) Νάξ. γοδεύω Ἀπουλ. (Καλημ.) gοd-dέγγουω Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑνετ. goder. Ὁ τύπ. γοδέρω εἰς Μύκ. καὶ ἐξ ἐγγράφ. τοῦ 1664. Βλ. Γ. Πετροπ., Νοταρ. πράξ. Μυκ. 48,9, ὁ δὲ τύπ. γοντέρω καὶ εἰς Κρήτ. ἐξ ἐγγράφ. τοῦ 17ου αἰ. Βλ. Σ. Ξανθουδ., Κρητ. Συμβ., 147 καὶ 148.
Σημασιολογία
1) Εὐημερῶ, ἀπολαύω τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς, καρποῦμαι τὰ ἀγαθά, εὐφραίνομαι Ἄνδρ. Ἀντίπαξ. Ἀπουλ. (Καλημ.) Ἐρεικ. Ζάκ. Ἤπ. (Πάργ.) Ἰων. (Μπουρνόβ. Σμύρν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κασσιόπ. Λευκίμμ. Σιναρᾶδ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Λευκ. Μαθράκ. Νάξ. ᾽Οθων. Παξ. Πάρ. Στερελλ. (Περίστ.) Σῦρ. Χίος Καλαβρ. (Μπόβ.) - Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν. Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Δημητρ.: Δύο χρόνια τὸν ἐγόδερα τὸν ἄdρα μου Κασσιόπ. Τώρα ποὺ εἶσαι ἀνύπαdρος νὰ γοδέρῃς Παξ. Ἠμάστενε μέσα σ᾽ ἕνα χορτιασμένο gῆπο καὶ γοδέρναμε Ὀθων. Ἐγόδερα μὲ τσοὺ φίλους μου Ἐρεικ. Τώρα π᾽ γέρασα, γουδέρω τὰ καλὰ π᾽ ἀπόχτ᾽σα δ᾽λεύουντας μιὰν οὑλόκληρ᾽ ζουὴ Περίστ. Πῆρα ἕναν κέφαλο ὀκάρικο, τὸν ἔκανα νταβᾶ μὲ πατάτες καὶ γοδάραμε ὅλοι ᾽ς τὸ σπίτι (νταβᾶς = ψητὸν εἰς τὸ ταψὶ) Πάργ. Γερὸς νά ᾽ναι καὶ νὰ τὰ γοδίρῃ μὲ τὸ καλόν, ὅσα τοῦ προίκισα Χίος. Χτὲς καλὰ γοδέραμε· σήμερα θὰ δουλέψουμε Ἀργυρᾶδ. Ἐγόδιρα τὶς ἀποκρὲς ᾽ς τὴν πόλη μ᾽ ὅλη μου τὴν καρδιὰ Λευκίμμ. Ἐγὼ ἐγοdέρησα τὰ νιᾶτα μου Κύθν. Ἔπινε κ᾽ ἐγόδερε καὶ δὲν ἐβόηθουνε καένα Ὀθων. Τσὶ κρατάγαμε τσὶ βαβίλες ᾽πὸ τὴ λινιὰ κ᾽ ἐπετάγανε ᾽ς τὸν ἀέρα κ᾽ ἐγοδέραμε (βαβίλα = τὸ ἔντομον μηλολόνθη, λινιὰ = κλωστὴ) αὐτόθ. Νὰ μὴ συφτάκῃ νὰ γοδάρῃ (ἀρὰ) αὐτόθ. Νὰ ἠσάστενε καλὰ νὰ γοδέρετε μὲ τσοὺς ἄdρες σας (εὐχὴ) αὐτόθ. Ποῦ νά ᾽χῃς καὶ τὸ σκαμνάκι σου γιὰ ἕναν καφὲ ἢ ἕνα λουκούμι, ποὺ νὰ γοδέρνῃς μὲ τὸ κέφι σου τὴ θέα Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾌσμ. Θυμᾶσαι ποὺ σὲ τάιζα ρύζι μὲ τὸ κουτάλι καὶ σοῦ ᾽κανα τέτο͜ιο κορμὶ νὰ τὸ γοδέρουν ἄλλοι Σιναρᾶδ. Κι ὁ Γιάννης ἐγοδέριζε σὲ μιὰ ὄμορφη ταβέρνα Ἀγυρᾶδ. Φουρτούνα, πόσ-σα μ᾽ ἔκαμε νὰ δῶ, τόσ-σεκο μοῦ δεβέντευσε τὸ μέλι, εἶχα ᾽ς τὰ χέρια τόσ-σο τὸ καλό, ποὺ τό ᾽σωζα γοδεύσει μὲ τὸ γέλι (τύχη, πόσα δὲν μ᾽ ἔκαμες νὰ ἰδῶ, | τόσο ποὺ μοῦ ἐχάλασες τὸ μέλι, | εἶχα ᾽ς τὰ χέρια τόσο καλό, | ποὺ ἠμποροῦσα νὰ τὸ ἀπολαύσω μὲ τὸ γέλιο) Καλημ. 2) Σπαταλῶ ἀσκόπως περιουσίαν Μῆλ. Τῆν.: Τὰ καλά dου τὰ γόδερε ἄλλος Μῆλ. Ξέρ᾽ς κὶ γουδέρ᾽ς τὰ λεφτὰ τ᾽ bαbᾶ σ᾽ Τῆν. 3) Μοιχεύω Κορσ. 4) Ἀρέσκομαι εἴς τι, εὐχαριστοῦμαι διὰ κάτι Πελοπν. (Αἴγ.): Δὲν τὸ γουδέρνω αὐτὸ τὸ γλυκό, τὸ φαΐ. Γουδέρνω πολὺ μπακαλάο μὲ σκορδαλιά. Συνών. γουστάρω, νοστιμεύομαι. 5) Παρατηρῶ Κέρκ. Κεφαλλ.: Σὲ γουδέρω Κέρκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA