ἀσικλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσικλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσικλίκι τό, Ἄνδρ Θήρ. κ.ἀ. –Λεξ. Πρω Δημητρ. ἀικλί’ Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aşiklik.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἰδιότης τοῦ ἀσίκη, τὸ ἀξιέραστον, ἡ κομψότης ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Αὐτὰ τὰ μαῦρα ποῦ φορεῖς δὲν τὰ φορεῖς γιˬὰ λύπη, μόν’ τὰ φορεῖς γιˬὰ ἐμορφιˬὰ καὶ γιˬὰ τὸ ἀσικλίκι Ἄνδρ. 2) Προκλητικότης Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA