βαϊλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαϊλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαϊλεύω Εὔβ. Ἤπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Πάρ. κ.ἀ. βαϊλεύου Σάμ. βαγιˬουλεύω Πελοπν. -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βάϊλας.

Σημασιολογία

1) Διευθύνω, ἐξουσιάζω Κεφαλλ. 2) Περιποιοῦμαι μετὰ στοργῆς καὶ ἐπιμελείας γέροντα, ἀσθενῆ, παιδίον κττ. ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸνε βαϊλεύω ὅσο μπορῶ Εὔβ. Ὅπως τὸνε βαϊλεύεις, πρέπει κιˬ αὐτὸς νὰ σὲ κοιτάξῃ αὐτόθ. Ἔχει παιδὶ ἄρρωστο καὶ κάθεται καὶ τὸ βαϊλεύει Κέρκ. Ἔχεις τόσους καὶ σὲ βαγιˬουλεύουνε, τί ἀνάγκη ἔχεις; Πελοπν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαγιοκλαδίζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/