ἀσίμωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίμωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσίμωτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀσίμουτους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σιμωτὸς<σιμώνω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος ἔνθ᾽ ἀν.: Ταμπούριˬα...ἀσίμωτα καὶ ἀπάτητα ΚΠαλαμ. Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2 97.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA