ἀιναλίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀιναλίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀιναλίκι τό, ἀμάρτ. ’σιναλίκι Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. (Βιάνν. Μεραμβ. Χαν κ.ἀ.) Κύθηρ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Ἀράχ. Δημητσάν. Κορινθ. Λακων. Οἰν.) Σῦρ. ᾿σιναλίτσι Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Πελοπν. (Δημητσάν.) ’σιναχλίκι Πάρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. aşinalik. ᾽Ιδ. ΣΞανθουδ. ἐν Ἐρωτοκρ. 555.

Σημασιολογία

1) Φιλικὴ σχέσις, συναναστροφὴ Ἄνδρ. Εὔβ. (Κύμ.) Θήρ. Κάρπ. Κρήτ. (Βιάνν. Μεραμβ. Χαν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Νάξ. Πάρ. Πελοπν. (Δημητσαν. Κορινθ. Λακων.) Σῦρ.: Μεγάλο ’σιναλίκι ἔχετε Λακων. Νὰ μὴν ἔχῃς ’σιναλίιˬα μὲ τέτο͜ιον ἄνθρωπο Πάρ. Εἶντα ᾽σιναλίτσα εἶναι ’τοῦνα; Κύμ. Δὲ θέλω ᾽σιναλίτσα μαζί του Ἄνδρ. Μεγάλα ᾿σιναλίκιˬα ’χουνε καὶ δὲ μ’ ἀρέσει Κρήτ. || ᾎσμ. Τὴν πέτραν ἁποὺ πάτησες κ’ ἦμπες με’σ’ ’ς τὸ καΐκι νὰ πάγω θέλω νὰ τὴ βρῶ νὰ κάνω ’σιναλίκι Κάρπ. 2) Γνωριμία, ἀναγνώρισις Κρήτ. (Βιάνν.): ᾎσμ. Κάνω σου πότε μιˬὰ μαθεˬά, μά ’ναι χαλαbαλίκι καὶ δὲ bορεῖ ἡ--ἀγάπη μου νὰ δώσῃ ’σιναλίκι (χαλαbαλίκι=θόρυβος). 3) Δερμάτινον χρηματοφυλάκιον φερόμενον εἰς τὴν ζώνην Πελοπν. (Ἀράχ. Οἰν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/