γόης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γόης ὁ, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. θηλ. γόησσα σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. γόης. Τὸ θηλ. κατὰ τὸ βασίλισσα μάγισσα κ.τ.ὁ.

Σημασιολογία

Μάγος, γοητευτὴς λόγ. συνηθ. β) Μεταφ., ὁ διὰ τῆς καλλονῆς ἢ τῶν τρόπων του θέλγων καὶ σαγηνεύων λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. ἐνιαχ.: Μᾶς ἔγινε κιˬ αὐτὸς γόης. Μᾶς κάνει τὴ γόησσα. Ὁ γόης τῆς γειτονιˬᾶς - τοῦ κινηματογράφου - τῆς συντροφιˬᾶς σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/