γοήτευμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοήτευμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γοήτευμα τό, λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γοητεύω.

Σημασιολογία

1) Μαγικὸν τέχνασμα, μάγευμα μαγγανεία ἔνθ᾽ ἀν. 2) Θέλγητρον, σαγήνευμα, μαγεία ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γήτεμα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/