βακκώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βακκώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βακκώνω Ζάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. vacca = ἀγελὰς καὶ γυνὴ εὐτραφής.
Σημασιολογία
Γίνομαι εὐτραφής, παχύνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA