ἀσκάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκάκι τό, κοιν. ἀσκάτσι Ἄνδρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀσκί.

Σημασιολογία

Μικρὸς ἀσκὸς κοιν.: Ἦρθε καιρὸς ποῦ ὁ φιλαράκος ἔχασε ἀπ’ τὴ λαγύνα τὰ λουκάνικα κιˬ ἀπὸ τ’ ἀσκάκι τὰ τυροψίχαλα ΚΠασαγιανν Μοσκ. 109 || ᾎσμ. Κιˬ ἄ δὲ μοῦ δώσ’ ἡ μάννα σου τὸ λᾴδι μὲ τ᾿ ἀσκάκι, δὰ κάμ’ ἡ διχαλόβεργα’ς τὴ ράχι σου κονάκι Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/