γοητὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοητὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γοητὸ τό, Νάξ. γουητὸ Θήρ. Κυκλ. γοηθιˬὸ Θήρ. κουητὲ ὁ, Τσακων. (Μέλαν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γοή, κατὰ τὸ βοὴ - βοητό.

Σημασιολογία

1) Θρῆνος, κοπετός, γόος Κυκλ. Νάξ. Τσακων. (Μέλαν.) 2) Κραυγὴ Τσακων. (Μέλαν.): Ἐβαῆτ᾽ε του κουητὲ τσ᾽ ἐμαζοῦε ἁ γειτονία (ἔβαλε τὶς φωνές, τὶς κραυγὲς κ᾽ ἐμαζεύτηκε ἡ γειτονιά). 3) Βοή, ἀλαλαγμὸς Θήρ. Κυκλ.: Ἠγούισε ᾽κεῖνο τὸ μέρος καλὰ καὶ μὲ τὸ γουητὸ πεθε͜ιέται ἕνα λεοντάρι (ἐκ παραμυθ.) Θήρ. Καὶ πόνεε κ᾽ ἠγούιζε κιˬ ἀπὸ τὸ πολὺ γοηθιˬὸ ἤνοιξε ἡ κεφαλή-ν-του αὐτόθ. 4) Ὑπόκωφος ἦχος Θήρ.: Ἀκοῦς γουητό; Ἀπὸ ποῦ νὰ ᾽ρχεται;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/