βάκλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάκλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάκλο τό, Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. βάκλον, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. baculum.
Σημασιολογία
Τὸ ραβδίον μὲ τὸ ὁποῖον κτυποῦν τὸ τύμπανον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA