γολγοθᾶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γολγοθᾶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γολγοθᾶς ὁ, λόγ. πολλαχ. γουλουγουθᾶς Θρᾴκ. γοργοθᾶς Πελοπν. (Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ τοπων. Γολγοθᾶς.

Σημασιολογία

Μεταφ. 1) Ψυχικὴ καὶ σωματικὴ ταλαιπωρία λόγ. πολλαχ.: Ἔχει καὶ ᾽κεῖνος τὸ γοργοθᾶ του! Τί νὰ-ν τοῦ γίνουμαι κ᾽ ἐγώ; (τοῦ γίνουμαι = τὸν ἐνοχλῶ) Γορτυν. Ὁ γολγοθᾶς μου Τ. Παπατζ., Ημερολ. Ὁρίζοντ. 2 (1943), 354. 2) Τὸ φυτὸν Κενταύρειον τὸ λευκόκαυλον (Centaurea leucocaulus) τῆς οἰκογ. τῶν Συνθέτων (Compositae) Θρᾴκ. Συνών. ἀγκάθι τοῦ Χριστοῦ (εἰς λ. ἀγκάθι 1ζ), αἱματόχορτο, σταυράγκαθο, Χριστάγκαθο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γολγοθᾶς Μῆλ. Γουλγουθᾶς Θεσσ. (Πήλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/