γολγόνιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γολγόνιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γολγόνιν τό, ἀμάρτ. γολγόν᾽ Πόντ. (Λιβερ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Λέξ. ὀνοματοπ. ἐκ τοῦ παραγομένου ἤχου. Βλ. Α. Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ. 14 (1949), 5.
Σημασιολογία
Σφαιρικὸς κωδωνίσκος ἐξαρτώμενος ἀπὸ τὸν λαιμὸν τῶν μόσχων, μετὰ κινητοῦ μεταλλικοῦ σφαιριδίου ὡς γλώσσης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA