ἀσκάριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκάριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσκάριστος ἐπίθ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Κορινθ.) κ.ἀ. –Λεξ. Αἰν. Πρω. Δημητρ. ἀσκάρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀσκάριστος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὁδηγηθεὶς εἰς νομήν, ἐπὶ βοσκημάτων ἔνθ’ ἀν.: Ἄφησε τὸ κοπάδι ἀσκάριστο Λεξ. Δημητρ. Ἀσκάρ’γα ἔμ’καν τὰ πρόβατα σήμιρα Αἰτωλ. Ἔχου τ᾽ ᾿ δούλλα μ’ ἀσκάρ’γη αὐτόθ. Συνών. ἄσκαρος. 2) Ὁ μὴ ὡριμάσας, ἐπὶ καρπῶν Λεξ. Δημητρ.: Ἀσκάριστα σταφύλιˬα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/