γιˬορτάσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτάσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬορτάσι τό, πολλαχ. γιˬουρτάσ’ βόρ. ἰδιώμ. γιˬουρτάσιˬου Ἤπ. (Ἄγναντ. Πλάκ. Πλατανοῦσ. Πράμαντ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Ἀχυρ Εὐρυταν. Ναύπακτ. Σιβ. Σπάρτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γιˬορτάζω.
Σημασιολογία
1) Ἑορτάσιμος ἡμέρα, ἑορτὴ ἔνθ’ ἀν.: Τὸ γιˬορτάσι τῆς ἁγιˬᾶ-Παρασκευῆς Πελοπν. (Βασαρ.) Τὰ καλά μου φορῶ μόνο ’ς τὰ γιˬορτάσιˬα Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Οἱ μέρες τοῦ χρόνου δὲν ἔφταναν γιὰ νὰ βάλουν τὰ γιˬουρτάσιˬα ὅλων τῶν ἁγίων Στερελλ. (Αἰτωλ) Αὔριο εἶναι γιˬορτάσι Ἤπ. Τὸ δάσος τῶν πλατάνων ἔχει πένθιμο γιˬορτάσι· τὰ φύλλα ξέθωρα... σήπονται ᾿ς τὸ χῶμα Γ. Βλαχογιάνν., Λόγοι κι ἀντίλογ., 50. || Παροιμ. Ὁπό’ γιˬουρτάσιου, χαίριτι, κιˬ ὁπόχει λύπη κλαίει (ἡ ψυχικὴ διάθεσις ἑκάστου ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰς συνθήκας τῆς ζωῆς τὴν ὁποίαν διάγει) Στερελλ (Ἀχυρ) || Ποιήμ. Κλεισμένα στόματα | μαστιχοκέρινα, μπουμπούκιˬα, χρώματα | σβησμένα, ἀέρινα, πάει, θὰ σὲ χάσω, | θεϊκὸ γιˬορτάσι Κ. Παλαμ., Πεντασύλλ., 17 Κιˬ οὔτε τὸ πῶς οὔτε τὸ πότε, μ’ ἄναψε, φούντωσε ἀπὸ τότε τρελλὸ γιˬορτάσι πέρα ὥς πέρα Ν. Πετιμεζ., Ἁπλ. λόγ., 32 Ψυχοσάββατο εἶν᾿ ἀπόψε, τῶν νεκρῶν γιˬορτάσι Ν. Πετιμεζ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 200. β) Ἡ ὀνομαστικὴ ἑορτή τινος Ἤπ. (Ἰωάνν. Πλατανοῦσ. Πράμαντ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Κλειτορ.) Στερελλ. (Ἀμφιλοχ. Ἀχυρ Εὐρυταν. Ναύπακτ. Σιβ. Σπάρτ. Φτελ.)- Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ, 332 Κ. Χατζοπ., Ἀγάπ., 19: Παστρεύουν, ἔχουν γιˬουρτάσ’ Ἰωάνν. ’Σ τὰ γιˬορτάσιˬα παγαίνουν παρέες-παρέες, τρῶνε, πίνουνε κιˬ ἀπὲ παγαίνουν ᾽ς ἄλλο σπίτι, ἴσαμε ποὺ νὰ γυρίσουν οὕλα τὰ σπίτιˬα πού ’χουνε γιˬορτάσιˬα Κλειτορ. Ἔχου τοὺ γιˬουρτάσιˬου μ’ σήμιρα Ἀχυρ. Θὰ φκε͜ιάῃς γλυκό ’ς τοὺ γιˬουρτάσιˬου τοῦ ’κόλα; αὐτόθ. Γιˬορτάσι ἦρθε, ρακὶ σοῦ ζητοῦν ὅλοι, ὅσοι ἔρχονται σπίτι σου, γιˬὰ νὰ ποῦν χρόνιˬα πολλὰ Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Θὰ καρτιρῇ τ’ ἅι-Κουσταντίν’ τοὺ γιˬουρτάσ’ τ᾽ ἀντρός τ᾿ς, γιˬὰ νὰ φουρέσ’ τὰ κινούργιˬα Κ. Χατζόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. σκόλη. 2) Ἡ διακέδασις, ὁ πανηγυρισμός, ἡ εὐωχία κατὰ τὴν ἡμέραν ἑορτῆς πολλαχ.: Ποίημ. Κ’ ἐσώριˬαζαν μ᾽ εὐλάβεια ταπεινὴ τὰ δῶρα τους, προσφάγιˬα σὲ γιˬορτάσιˬα Ν. Ἑστ. 19 (1935) 58. 3) Πληθ τὰ ἑορτάσιμα ἐνδύματα Κάλυμν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA