γιˬορτάσιμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτάσιμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γιˬορτάσιμα ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γιˬορτάσιμος.
Σημασιολογία
Κατὰ τρόπον ἑορταστικόν, ἑορταστικῶς: Χτυποῦνε γιˬορτάσιμα οἱ καμπάνες λόγ. σύνηθ. || Ποίημ. Γιˬορτάσιμα σημαίνουνε· βλέπω κεριˬά, παππάδες. Ἀνάσταση σημαίνουνε, φωτοβολοῦν λαμπάδες Α. Προβελ., Διπλῆ ζωή, 146. Συνών. γιˬορτερά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA