γομάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γομάρα ἡ, πολλαχ. γουμάρα πολλαχ. καὶ Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γ᾽μάρα Εὔβ. (Αἰδηψ. Λιχάς) Στερελλ. (Ἀράχ.) ᾽ομάρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ᾽μάρα Μακεδ. (Κοζ.) γουμάρω Ἤπ. (Κωστάν.) Γενικ. γουμαρῶς Ἤπ. (Κωστάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι κατὰ τύπ. μεγεθ. Βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 8 καὶ ΜΝΕ 2,558.
Σημασιολογία
1) Μέγα φορτίον Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τσακων. (Μέλαν.) κ.ἀ.: Τὸ κουτρούκι σου θὰ κοπῇ μὲ τὴν ᾽ομάρα ᾽φτή, καμένη! (κουτρούκι = κεφάλι) Ἀπύρανθ. Ἔφερες καὶ σὺ μιˬὰ ᾽ομάρα αὐτόθ. Ἔκι ποτσουτὲ νιˬὰ γουμάρα κάβα (ἤμουν φορτωμένος ἕνα μεγάλο, βαρὺ φορτίο ξύλα) Μέλαν. 2) Ἠ θήλεια ὄνος, ἄλλως γαιˬδούρα πολλαχ.: Ἀγόρασα - πούλησα μιὰ γομάρα πολλαχ. Σήμερα γέννησεν ἡ γομάρα Προπ. (Κύζ.) Βάβω γομάρα (γηραιὰ ὄνος) Ἤπ. (Αὐλότοπ.) Τραυάει ἡ γουμάρα (ὀργᾷ πρὸς ὀχείαν) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Ἀρματολικ. Βαθύρρ. κ.ἀ.) Μακεδ. Μιταγυρνε͜ιέται ἡ γουμάρα (ὀργᾷ ἐκ δευτέρου πρὸς συνουσίαν) αὐτόθ. Πῆε ὁ λύκος κ᾽ ἔφαε τὴ γομάρα μας Ἤπ. (Πάργ.) Ὅντας μᾶς ἔπιανι κουκκύτ᾽ς, ἀρμιγάμι γάλα ἀποὺ μιὰ γουμάρα κ᾽ ἤπνιˬάμι Μακεδ. (Βροντ.) Θὰ σ᾽ δείξου ἰγώ, γ᾽μάρα ξίστρουτ᾽, πῶς μὶ λένι! (ὕβρις μετ᾽ ἀπειλῶν κατὰ γυναικὸς) Στερελλ. (Ἀράχ.) Κοτζιˬάμου γομάρα εἶναι καὶ τὴν ἔχει σκολε͜ιὸ (ὕβρις) Παξ. Φτοῦ σου, μωρὴ γουμάρα! (ὁμοίως) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Οὐ νὰ χαθῇς γ᾽μάρα, δὲ ντρέπισι Εὔβ. (Αἰδηψ.) Μαντουδιˬανὴ γουμάρα (μεγαλόσωμος θήλεια ὄνος καὶ μεταφ. ὕβρις πρὸς ἀνήθικον γυναῖκα) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) || Φρ. Τού ᾽φαϊ ἡ γ᾽μάρα τοὺ ουμὶ (ἐπὶ ἀτόμου δυστροπησαντος) Εὔβ. (Λιχάς). Τά ᾽χιτι σὰ γύφτικις γουμάρις (ἐπὶ ζῴων ἀδεσμεύτων) Θεσσ. (Νερόμυλ.) || Παροιμ. φρ. Ἔδεσε τὴ γουμάρα του (ἐξησφαλίσθη) Ἤπ. Τὴν ἔχει δεμένη τὴ γουμάρα του (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Κοκκιν.) Συνών. φρ. Ἔδεσε τὸ γάιδαρό του. Ἔχασι τ᾽ γουμοίρα (ἐξέπεσεν οἰκονομικῶς) Μακεδ. (Κοζ.) Γίγ᾽ ἡ ψή τ᾽ γουμάρα (ὑπέστη δυσβάστακτα βάσανα) Ἤπ. || Παροιμ. Δὲν εἶναι πού ᾽φαγε ὁ λύκος τὴ γουμάρα, μὰ πῶς σφαλᾷς τὰ στόματα τοῦ κόσμου; (εἰς τὴν ζημίαν τὴν ὁποίαν ὑπέστη τις ἀκολουθοῦν καὶ τὰ δυσμενῆ σχόλια τῶν περὶ αὐτὸν) Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Ἡ κατάρα εἶνιˬ γουμάρα. Ὅ᾽ τὴ μέρα βόσ᾽ κὶ τοὺ βράδ᾽ πηγαί ᾽ς τοὺ νοικουκύρ᾽ (ἡ ἀρὰ τελικῶς ἐπιστρέφει εἰς τὸν καταρώμενον) Μακεδ. (Σέρρ.) Ἔ᾽ οὑ Θιˬὸς πουλλὲς γουμάρις, ἀλλ᾽ ἡ θ᾽κιˬά μου ψόφ᾽ σι (ἀνάγκη διὰ τῶν ἰδίων δυνάμεων νὰ ἀναπληροῦμεν τὰ ἀπολεσθέντα) Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Κ᾽ οἱ γουμάρις πνίθηκαν, | μὰ κὶ τοὺ χάζ᾽ ἀπούκαμάμι (ἐπὶ τῶν ἀδιαφορούντων διὰ τὰ ἑαυτῶν ἀτυχήματα) Μακεδ. (Σιάτ.) Ὅπο͜ιους γιˬαλέγει τὴν παπάρα, | παίρνει πάντα τὴ γουμάρα (οἱ σχολαστικοὶ πάντοτε ἀποτυγχάνουν) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ.) Ἔφαγ᾽ ἡ λύκους τ᾽ γουμάρα, | ἔλα νὰ πὰρ᾽ς κὶ τ᾽ σαμάρα, νὰ μὴ φάῃ κὶ τ᾽ γιλάδα (ἐπὶ τῶν προνοούντων πρὸς ἀποφυγὴν ἐπερχομένων δυστυχημάτων) Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) || ᾌσμ. Ἔχασα τὴ γουμάρα μου μὶ ξύλα φουρτουμένη Ἤπ. (Ἰωάνν.) ᾽Σ τὸ μύλο ποὺ τὸν ἔστειλα ἔχασε τὴ γομάρα Ἤπ. (Κωστάν.) Ἡ παππᾶς ἀπ᾽ τὴ Βουβάλα | κυνηγοῦσι μιˬὰ γουμάρα Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν.) Ὅταν πάῃ ᾽ς τοὺ χουράφι, | ἀστουχάει τό ᾽να τοὺ βόδι, τὴ γουμάρα μὶ τοὺ σπόρου Μακεδ. (Δεσκάτ.) Σήκου, πιθιρὰ γουμάρα, | πάει ἡ ἥλιˬους ᾽ς τὴν καμάρα Θεσσ. (Κρυόβρ.) Ἡ λαλᾶζ-ουμ ἡ Ραγκαβέλους | εἶχι μιˬὰ στραβιˬὰ γουμάρα (λαλᾶς = θεῖος) Θεσσ. (Τίρναβ.) Πάνει κ᾽ ἡ λύκους ποὺ μιριˬὰ τοῦ τρώει τὴ γουμάρα Μακεδ. (Δεσπότ.) Συνών. βασταγούρα, γαιˬδάρα, γαιˬδούρα, χτηματερή. 3) Παιδιὰ κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ ἡττώμενος λαμβάνει ἐπ᾽ ὤμου τὸν νικητὴν Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) Σάμ. Συνών. γαιˬδουροκαβάλλα. 4) Ξύλινος τρίπους ἐπὶ τοῦ ὁποίου τοποθετεῖται τὸ στημόνι διὰ τὸ τύλιγμά του εἰς τὸ ἀντὶ τοῦ ἀργαλειοῦ Στερελλ. 5) Ξύλινον ὑπόβαθρον Θεσσ. (Ἐλασσ.) Μακεδ. (Κοζ.) 6) Ξύλινον κατασκεύασμα χρησιμοποιούμενον διὰ τὴν στηριξιν ξύλων πρὸς τεμαχισμὸν διὰ πριονίων Μακεδ. (Κοζ.) 7) Σιδηροῦν ἐργαλεῖον χρησιμοποιούμενον ὑπὸ τῶν ὑποδηματοποιῶν Μακεδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γομάρα Ἤπ. (Πράμαντ.) Βρύση τσῆ Γομάρας Ἤπ. (Πράμαντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA