γομαράγκαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαράγκαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γομαράγκαθο τό, Ἤπ. (Θεσπρωτ. Κόνιτσ. Μαργαρ. Πάργ. κ.ἀ) - Κ. Οἰκονόμ., Δοκίμ., 8.513 Χελδράιχ. - Μηλιαρ. Δημ. ὀνόμ. φυτ., 51 Π. Γενναδ., Λεξ. Φυτολογ., 465.716 - Λεξ. Αἰν. Μ. Ἐγκυκλοπ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 461 Πρω. Δημητρ. γουμαράγκαθο Ἤπ. (Πωγών.) Θεσσ. (Πορταρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βόιον Θεσσαλον. Κοζ.) Πελοπν. (Γορτυν. κ.ἀ.) Γ. Παπούλ., Γραΐδ., 12 Ι. Βερέττ., παροιμ., 85 Π. Παπαζαφ., Περισυναγ., 286 Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημώδ. ὁνόμ. φυτ., 51 - Λεξ. Δημητρ. γουμαράγκαθου Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν κ.ἀ.) Θεσσ. (Σκήτ. Τρίκερ.) Μακεδ. (Ἄνω Κώμ. Βλάστ. Βόιον κ.ἀ.) γ᾽μαράγκαθου Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Τριφύλλ. κ.ἀ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Φθιῶτ. Φωκ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ ἀγκάθι.
Σημασιολογία
Γαιˬδουράγκαθο 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ πᾷς νὰ ξεχορτιάσῃς τὸν κῆπο, γιˬατὶ γέμισε γομαράγκαθα Ἤπ. Ἒμ τρανεύουν, μαννίτσα μ᾽, τὰ κουρίτσια, τρανεύουν σὰν τὰ γουμαράγκαθα Μακεδ. (Θεσσαλον.) Μὶ κατατρούπ᾽ σαν τὰ γ᾽ μαράγκαθα Στερελλ. (Ἀράχ.) || Παροιμ. Ἂν ἤξερε ὁ γάιδαρος νὰ φάῃ τριφύλλι, δὲν πήγαινε ᾽ς τὸ γουμαράγκαθο (ἐπὶ ἀνοητων ζητούντων ὠφελείας ἐξ ἀσημάντων) Ἤπ. (Θεσπρωτ.) Πελοπν. (Γορτυν.) - Π. Παπαζαφ., Περισυναγ., 286 Ι. Βερέττ., Παροιμ., 85. Σ᾽ ἐπῆρα γιˬὰ τριανταφυλλιˬὰ | κ᾽ ἐβγῆκες γουμαράγκαθο (ἐπὶ τῶν ἀποτυχόντων εἰς τὴν ἐκλογὴν) Πελοπν. (Γορτυν.) - Π. Παπαζαφ., ἔνθ᾽ ἀν. Ι. Βερέττ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀγκάβανος, ἀλειμματούδι, ἀνάλατος Β1, γαιˬδουράγκαθο 1, γομαραγκαθιˬά, κουφάγκαθο, μαγκλιˬόβα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γομαράγκαθα τά, Ἤπ. (Κόνιτσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA