ἀσκαύλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκαύλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσκαύλι τό, Ἤπ. Κύθηρ. –Λεξ. Βλαστ. 345 ΓΒλαχογιάνν. Πεταλ. 14 ΧXρηστοβασ. Διηγ. στάνης 112.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄσκαυλος.
Σημασιολογία
Ἄσκαυλος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἦρθε ἡ λάμιˬα ἡ βροχὴ | μὲ τ᾿ ἀσκιˬὰ καὶ τὰ καλάμιˬα, τὰ σουραύλιˬα καὶ τ᾿ ἀσκαύλιˬα ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσκομαντούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA