γομαράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαράκι
Τύπος
Λήμμα
Γένος
Ουσιαστικό
Συχνότητα
Ουδέτερο
Τυπολογία
γομαράκι τό, Ἤπ. (Δωδών. Κούρεντ. Μαργαρ. Πάργ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) Σῦρ. - Λεξ. Γαζ. γουμαράκι Σύμ Τῆλ. γουμαρά᾽ Θεσσ. (Τρίκερ.) Μακεδ. (Δῖον) Στερελλ. (Φθιῶτ.) γουμαράτσι Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) γιˬομαράκι Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) γ᾽μαρά᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) ᾽ομαράκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γομάρι Ὁ τύπ. γιˬομαράκι ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ γεμίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γιˬομίζω.
Σημασιολογία
1) Μικρὸν δέμα ξύλων, κλάδων κ.ἀ., φερόμενον ὑπὸ ἀνθρώπου ἢ ζῴου Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) Σύμ. Σῦρ. Τῆλ.: Φαίνεται πὼς γέρασα, ἀφοῦ ἔπαθα ξεgούφιˬασμα μ᾽ ἕνα γουμαράτσι τόσο δὰ (ξεgούφιˬασμα = ἐξάρθρωσιν τοῦ γόμφου) Καρδαμ. Μόθεκε κομμάι dὸ γουμαράκι σ-σου (μόθεκε = ἀπόθεσε, κομμάι = ὀλίγον) Σύμ. Ὄχι τὰ λοιπὸ ᾽ὰ κάωμαι ᾽ὰ κουβαλῶ ἕνα ἕνα γουμαράκι σὰν τὰ δικά σας; Τῆλ. Ἀπόdας κόψουμε τσὶ κλαδιˬὲς γιˬὰ τὸ φυτό, τσὶ γιˬομαριˬάζουμε καὶ τσὶ κάνουμε γιˬομαράκιˬα (φυτὸ = μόσχευμα ἀμπέλου) Ἀργυρᾶδ. Ἀνεθρεμμένα δὰ εἶναι τὰ παιδιˬὰ dου τοῦ κακορρίζικου κ᾽ εἶναι ἄξα νὰ φέρουνε κ᾽ ἕνα ᾽ομαρακι Ἀπύρανθ. Δυˬὸ ᾽ομαράκιˬα καδιˬὰ ἤπηρα χτὲς κ᾽ ἤδωκα τὰ μαοκέφαά μου (τὰ ἐπλήρωσα ἀκριβὰ) αὐτόθ. Πολεμῶ νὰ κάμω ἕνα γομαράκι ξύλα Σῦρ. Νὰ πά᾽ φέρω θέλω μὲ τὴ χτηματσερὴ ἕνα γομαράκι κατσοπρίνιˬα (χτηματσερὴ = γαιˬδούρα, κατσοπρίνιˬα = μικρούς κλάδους πρίνων) Ἅγιος Γεώργ. 2) Τὸ μικρὸν τῆς ὄνου, τὸ γαιˬδουράκι Ἤπ. (Κούρεντ. Μαργαρ. Πάργ.) Θεσσ. (Τρίκερ.) Μακεδ. (Δῖον) Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ. - Λεξ. Γαζ.: Εἴχαμαν κ᾽ ἕνα γομαράκι ᾽πὸ τὴ γομάρα μας καὶ τὸ φ᾽λάγαμαν ᾽πὸ τὸ λύκο Πάργ. Πήραμ᾽ ἕνα γουμαρά᾽Τρίκερ. || Παροιμ. Μιγαλώ᾽ τοὺ γ᾽μαράκ᾽ | κὶ μικραί᾽ τοὺ σαμαρά᾽ (ἐπὶ τῶν παίδων οἱ ὁποῖοι ἀναπτυσσόμενοι σωματικῶς χρειάζονται μεγαλύτερα πλέον ἐνδύματα) Φθιῶτ. Τρανεύ᾽ τοὺ γουμαρά᾽, | κουντεύ᾽ τοὺ σαμαρά᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. β) Μονοετὴς ὄνος Ἤπ. (Κούρεντ.) 3) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁπ. οἱ παῖκται τῆς μιᾶς ὁμάδος ἐπικάθηνται εἰς τὴν ράχιν τῶν παικτῶν τῆς ἑτέρας Ἤπ. (Δωδών.) Συνών. ἀλογάκι 6. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γ᾽μαρά᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA