γομαράνθρωπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαράνθρωπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γομαράνθρωπος ὁ, Ἤπ. κ.ἀ. γουμαράνθρουπους Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ ἄνθρωπος.

Σημασιολογία

Ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν ἀναίσθητος καὶ ἀναιδὴς, ὁ οἱονεὶ φερόμενος ὡς ὄνος, ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαιˬδουράνθρωπος. Πβ. γαιˬδούρι, γομάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/