ἀσκέβρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκέβρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσκέβρωτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀσκέβρουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σκεβρωτὸς<σκεβρώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ σκεβρωθείς, ὁ μὴ κυρτωθεὶς ἔνθ’ ἀν.: Ἀσκέβρωτο σανίδι πολλαχ. || Ποιημ. Τὰ ὁλόρθα κορμιˬά σας ἀπὸ τὸ θάνατο ἀσκέβρωτα, ὁ πόνος βαθύτερ’ ἀκόμα κιˬ ἀπὸ τὸ θάνατο σκέβρωσε... ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 116.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA