γομαρήσιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρήσιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γομαρήσιˬος ἐπίθ. Ἤπ. (Κωστάν. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. 421 γουμαρήους Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ.) Μακεδ. (Πεντάπολ.) γ᾽μαρήους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ήσιˬος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀνήκων εἰς ὄνον ἢ ἐξ ὄνου προερχόμενος ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸ γομαρήσιˬο τὸ γάλα εἶναι γιατριˬκὸ Ἤπ. Ἔ᾽ γουμαρήα φιρσίματα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γ᾽μαρήσιˬα φουνὴ Στερελλ. (Ἀράχ.) Γ᾽μαρήσιˬου κιφά᾽ - τουμάρ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. βασταγουρήσιˬος, γαιˬδουρήσιˬος, γαιˬδουρινός, γομαρινός. 2) Μεταφ., ὁ ὑπερμεγέθης Ἤπ. (Κωστάν.): Γουμαρήσα φασούλιˬα, (ἡ ποικιλία τῶν φασολιῶν γίγαντες) Κωστάν. Συνών. γομαροφάσολο, ἐλέφαντας, ἑφτακοίλι, φτακίδι. 3) Μεταφ., ὁ ἀπρεπής, ὁ ἀναιδὴς Μακεδ. (Πεντάπολ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουμαρήσιˬο τό, Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA