γιˬορτεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬορτεύω ἀμάρτ γιˬορτεύγκω Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. ἑορτεύω, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ οὐσ. ἑορτή, ὅπου καὶ γιˬορτή, καὶ τῆς καταλ. -εύω.

Σημασιολογία

Γιˬορτάζω, Α1, τὸ ὁπ. βλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/