ἀσκέρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκέρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσκέρι τό, ἀσκέριν Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἐσκέριν Λυκ (Λιβύσσ.) ἀσκέρι κοιν. ἀστέρι ἐνιαχ. ἀστέρι Μεγαρ κ.ἀ. ἀτέρι Μύκ. ἀστζέρι Τσακων. ἀσκέρ’ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καππ. (Σίλατ.) ἀστσέρ’ Πάρ. (Λεῦκ.) κ.ἀ. ἀσκιˬάρ’ Πόντ. (Χαλδ.) ἀσκέρ’ς ὁ, Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀσκέρ’ Καππ. (Φάρασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Αραβοτουρκ. asker.

Σημασιολογία

1) Στρατιώτης Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάδυτ.) Καππ. (Σίλατ Φάρασ.) κ.ἀ. ᾌσμ. Ὡς τ᾿ ἄκουσεν ὁ βασιλεˬὰς πολύ του τὸν ὠργίσθη, καλλικεύουν τ᾿ ἀσκέριˬα του καὶ πέφτουνε ᾿ς τὲς στράτες Σίλατ. Νὰ κατακάτσῃ ὁ κορνιˬαχτός, νὰ μετρηθοῦν τ’ ἀσκέριˬα ἀγν. τόπ. 2) Στρατὸς κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἦρθε-πλάκωσε-φάνηκε Τούρκικο ἀσκέρι κοιν. Ἀναμαζώνω ἀσκέρι (στρατολογῶ) Κρήτ. Ἐσῆβεν τ᾿ ἀσκέρ’ ἀπέσ’ ᾽ς σὴν Πόλ’ Τραπ. || ᾌσμ. Περικαλῶ σε, βασιλεˬά, γιˬὰ νὰ τὸν πολεμήσῃς τ᾿ ἀσκέριν μας ἔν᾿ λιοστὸν τ’ ᾽εν-νὰ τὸ καταλύσῃ Κύπρ. Καὶ παίρνει καὶ τ’ ἀσκέρι του νὰ πά’ νὰ πολεμήσῃ Νίσυρ. Ρὲ Ἀναγνώστη στρατηγὲ, μὲ τοὺς καλοὺς λεβέντες ἔλα, ’ωρέ, προσκύνα με, μὴ σοῦ χαλῶ τ’ ἀσκέρι Πελοπν. (Μάναρ.) Ὁ βασιλεˬὰς ὡς τό ’κουσε πολὺ τοῦ βαροφάνη, μαζώβγει ἀσκέρι τσῆ στερεˬᾶς, ἀρμάδα τοῦ πελάου Θήρ. β) ᾽Επιρρηματ., εἰς τὸν στρατὸν Μακεδ. (Κοζ.): Τὰ πααί’ φέτου ἀσκέρ’ τοὺ πιδὶ (τὰ=θά). 3) Πλῆθος ἀνθρώπων πολλαχ. καὶ Τσακων.: Ἦρθε πολὺ ἀσκέρι πολλαχ. Ἤτανε ἀσκέρι ᾿ς τὸ πανεΰρι Θήρ. Ἕναν ἀσκέρι ἄdρωποι Πελοπν. (Μάν.) Ἔρχεται ἕναν ἀσκέρι Νάξ. (Βόθρ.) Περσοὺ ἀστζέρι Τσακων. Τὸ λοιπὸ ἐξημέρωσε Κυριˬακή, μαζώχτηκε τ’ ἀσκέρι, οὕλο τὸ συνέδριο ᾿ς τὸ πλατύφορο (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Ἅμα ἐκείνη τὸ φόρεσε᾿ς τὸ δάχτυλό τση, τοῦ δίνει ἕνα φοῦσκο ’ς τὰ μοῦτρα ὀμπροστὰ ’ς τ’ ἀσκέρι (ἔκ παραμυθ.) Ζάκ. ‖ Φρ. Ἐμαζώχτηκε γῆς κιˬ ἀσκέρι (πολὺς κόσμος) Πάρ. ‖ ᾎσμ. Θωρεῖ πάνω, θωρεῖ κάτω, κἀνένα δὲν ἐθώρει κ’ εἰς τοῦ καλοῦ της τὴν αὐλὴ θωρεῖ πολ-λὺν ἀσκέρι Κάρπ. β) Ὅμιλος φίλων, οἰκείων, συντροφιὰ πολλαχ.: Πάει νὰ σμίξῃ τ’ ἀσκέρι του πολλαχ. Ἔχω δικό μου ἀστέρι ἐγώ! Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἔρχετ’ ὁ δράκως μὲ τ’ ἀσκέρι dου κ᾽ ἐγλεdούσανε (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. Συνών. παρέα. 4) Τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας σύνηθ.: Τί κάνει τ’ ἀσκέρι σου; Βγῆκε περίπατο μ’ τ’ ἀσκέρι του. Ἔλα καὶ φέρε καὶ τ’ ἀσκέρι σου σύνηθ. Ἄς εἶ gαλὰ τ’ ἄλλο σας ἀσκέρι! (εὐχὴ πρὸς γονεῖς ἐπὶ τῷ θανάτῳ τέκνου) Πελοπν. (Οἰν.) κ.ἀ. 5) Ἑσμός, σμῆνος πολλαχ.: Βρίσκει τὸ μέρμηγκα μὲ τ’ ἀσκέρι του (ἐκ παραμυθ.) Ἤπ. Ἐβγάλαν οἱ μελιτάκοι τ’ ἀσκέρι dως Κρήτ. Ἐλᾶτε νὰ δῆτε ἕναν ἀσκέρι πουλλιˬὰ αὐτόθ. Ἀπὸ τὸν ἀγέρα χάθηνε τὸ μισὸ ἀτέρι (τῶν μελισσῶν) Κύθν. Τὸ ζιμάρι ἔχει τὸ βασιλέα του, δὲν τὸνε βλέπεις μέσ᾿ ᾿ς τ’ ἀτέρι του (ζιμάρι=ἑσμὸς μελισσῶν) αὐτόθ. || Φρ. Βγά’ ἀσκέρ’ (παράγει νέον σμῆνος, ἐπὶ τῆς βασιλίσσης τῶν μελισσῶν) Μακεδ. (Χαλκιδ.) 6) Τὸ σύνολον τῶν νημάτων ἅτινα εἶναι τεταμένα εἰς τὸν ὑφαντικὸν ἱστὸν Μεγαρ.: Τραυάω τ’ ἀστέρι νὰ μὴ μοῦ bερδευτῆ τὸ διˬασίδι. 7) Πληθ. ἀσκέριˬα, εἶδος παιδιᾶς καθ’ ἣν οἱ παῖκται τοποθετούμενοι κατὰ τρόπον ὥστε νὰ ἐφάπτεται ἡ ράχις των καὶ κρατούμενοι διὰ τῶν βραχιόνων ἀνασηκώνουν ὁ εἷς τὸν ἄλλον καὶ ἀνταλλάσσουν στερεοτύπους τινὰς ἐρωταποκρίσεις Πελοπν. (Γορτυν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/