γομαρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γομαρίζω Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. κ.ἀ. γ᾽μαρίζου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) γιˬομαρίζω Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Σπαρτερ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι
Σημασιολογία
1) Γομαριˬάζω Α1, τὸ ὁπ. βλ. Ἐρεικ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κάβ. Σπαρτερ. κ.ἀ.): Πιˬάνουμ᾽ καὶ τὰ ξύλα μας καὶ τὰ γιˬομαρίζουμ᾽ ὄμορφα ὄμορφα καὶ τὰ δένουμε μὲ τὰ λυγέριˬα (= κλάδους λυγαριᾶς) Ἀργυρᾶδ. 2) Φορτώνω ἐπὶ ζῴου Λεξ. Μπριγκ. 3) Γομαριˬάζω 4, τὸ ὁπ. βλ. Στερελλ. (Αίτωλ. Ἀράχ.) - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. κ.ἀ. Τοὺ γ᾽μάρ᾽σι ᾽λότιλα αὐτὸς Αἰτωλ. Συνών. παραγαιˬδουρίζω. 4) Ὑβρίζω κατὰ τρόπον βάναυσον Στερελλ. (Αἰτωλ.): Δὲ δέχουμι νὰ μὶ γ᾽μαρίζ᾽ μέρα νύχτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA