γομαρίλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαρίλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γομαρίλα ἡ, Μακεδ. (Πεντάπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίλα

Σημασιολογία

1) Μυρωδιὰ γομαριˬοῦ. Συνών. γαιˬδουρίλα. 2) Μεταφ., ἀπρεπὴς συμπεριφορά. Συνών. βλ. εἰς λ. γομαριˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/