ἄσκημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσκημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄσκημα ἐπίρρ. κοιν. ἄστζημα Τσακων. ἄ-ημα Κύπρ. ἄκεμα Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) ἄσ’μα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐπαίν. γυναικ. 405, 984 (ἔκδ. KKrumbacher) «ἄσκημα σὲ τὸν ὑβρίζουν».
Σημασιολογία
1) Κατὰ τρόπον ἄσχημον, ἄνευ καλαισθησίας, ἀδεξίως, ἀκόμψως ἔνθ’ ἀν.: Γράφει-ντύνεται-περπατᾷ-χορεύει ἄσκημα. Τὸ βιβλίο εἶναι δεμένο ἄσκημα κοιν. Συνών. ἀδέξιˬα 2, ἄπορα. β) Κατὰ τρόπον ἀντιβαίνοντα πρὸς τὰς κοινωνικὰς ἢ ἡθικὰς ὑποχρεώσεις τοῦ ἄνθρωπου, ἀσχημόνως, ἀπρεπῶς ἔνθ’ ἀν.: Μίλησε-φέρθηκε ἄσκημα. Ἔτσι ποῦ κάθεσαι, εἶν᾽ ἄσκημα κοιν. Πολλὰ ἄκεμα συντώντς (ὁμιλεῖς) Τραπ. Ἔν’ ἄ-ημα νὰ δώσῃς ἐλεημοσύνην μὲ τὸ έριν σου τὸ ζαβρὸν Κύπρ. Μὲν βλαστημᾷς τ’ ἔν’ ἄ-ημα αὐτόθ. 2) Ἀπερισκέπτως, ἄνευ συνέσεως κοιν.: ᾎσμ. Φρόνιμος εἶσαι, Κωσταντῆ, μ᾿ ἄσκημ’ ἀπηλογήθης πολλαχ. Συνών. ἄσκεφτα. 3) Κακῶς ἔνθ’ ἀν.: Ἄσκημα εἶμαι-περνῶ. Ἄσκημα εἶναι ἄρρωστος κοιν. Ἄκεμα κεῖται τὸ μωρὸν Τραπ. Ἄκεμα ἐντῶκε (ἐκτύπησε) Κοτύωρ. || Φρ. Ἄσκημα τὴν ἔχω ἢ τά ’χω (ἀπειλοῦμαι ὑπὸ δεινοῦ κινδύνου) κοιν. Συνών. ἄμορα, ἀναγκεμένα, ἄπικα, κακά. 4) Ὑπερβολικῶς, βαρέως κοιν.: Τὸν ἔδειρα ἄσκημα. Μ᾿ ἔβρισε ἄσκημα. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐπαιν. γυναικ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA