γομαρίστρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρίστρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γομαρίστρα ἡ, Μῆλ. ᾽ομαρίστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γομαρίζω.
Σημασιολογία
1) Ἡ γυνή ἡ μεταφέρουσα ἐπὶ τῆς ράχεως φορτίον, συνήθως κλάδων Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Θά ᾽βρω δυˬὸ τρεῖς ᾽ομαρίστρες νὰ πᾶμε νὰ φέρωμε δυˬὸ κλήματα. 2) Σημεῖον συγκεντρώσεως πολλῶν δεματίων δημητριακῶν ἐντὸς τοῦ θερισθέντος ἀγροῦ Μῆλ. Συνών. θεμωνιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA