γομαρίτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρίτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γομαρίτικος ἐπίθ. Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ. 421 γ᾽μαρίτ᾽κους Μακεδ. (Καταφύγ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ίτικος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων ἢ ἔχων σχέσιν μὲ τὸ γομάρι, τὸν ὄνον, ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαιˬδουρένιˬος, γαιˬδουρήσιˬος, γαιˬδουρινός, γαιˬδουρίτικος, γαιˬδουρίτσινος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA