ἀσκημάνθρωπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσκημάνθρωπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσκημάνθρωπος ὁ, σύνηθ. ἀσκημάθρωπος πολλαχ. ἀκεμάνθρωπος Πόντ. (Κερασ.) ἀσκημάντρωπος Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κόκκιν. Παππούλ.) ἀσκημάdρωπος Πελοπν. (Μάν.) ἀσ-σημάθρωπος Κάλυμν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος καὶ τοῦ οὐσ. ἄνθρωπος.
Σημασιολογία
Ὁ δυσειδής, δύσμορφος ἄνθρωπος ἔνθ’ ἀν.: Καὶ πολλὲς τοῦ ρίχνουνε τέτο͜ια ἀγάπη αὐτοῦ τοῦ ἀσκημάνθρωπου ποῦ λές καὶ τοὺς κάνει μάγιˬα ΓΞενοπ. Κέντρον 31.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA