βάλιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάλιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάλιˬα τά, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βάλη Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ’Ιταλ. vaglia. Ἰδ. GMeyer Neugr. Stud. 4, 15.
Σημασιολογία
1) Πράξεις γενναῖαι, κατορθώματα Κρήτ.: ᾎσμ. Ἀφρουgαστῆτε νὰ σᾶς πῶ τοῦ γεμιτσῆ τὰ βάλη. 2) Περιπέτειαι, παθήματα Κρήτ.: ᾎσμ. Ἐξέχασαν τὰ βάλη των κιˬ οὕλα τὰ πρωτινά των. 3) Στενοχωρίαι Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μοῦ λέει τἀ βάλιˬα τζη ἡ κακομοῖρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA