γομαρογουστέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαρογουστέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γομαρογουστέρα ἡ, ἐνιαχ. γομαρογούστερας ὁ, Ἤπ. (Μαργαρ.) γουμαρουγούστιρας Ἤπ. (Ἀρτοπ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.)
Σημασιολογία
Τὸ ζῷον Σαύρα ἡ πρασίνη (Lacerta viridis) τῆς οἰκογ. τῶν Σαυριδῶν (Saurides) ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαιˬδουρογουστέρα, κίτρινη γουστέρα, κιτρινογουστέρα, πρασινογουστέρα, σαυράτα, σαυρόφης, σκορτσέρα, χολοσαυρᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA