ἀσκημένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσκημένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσκημένω πολλαχ. ἀσ-σημένου Εὔβ. (Κύμ.) ἀσκημένου βόρ. ἰδιώμ. ἀκεμύνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ᾿σκημένω Συμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄσκημος. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐπαίν. γυναικ. 403, 918 (ἔκδ. ΚΚrumbacher) «καὶ λιγνεύω καὶ ἀσκημένω».

Σημασιολογία

1) Γίνομαι δυσειδής, δύσμορφος, χάνω τὴν ὡραιότητά μου ἔνθ’ ἀν.: Ὅσο μεγαλώνει, ἀσκημένει πολλαχ. Ἀκείνε πα ἀτώρᾳ ᾿κ᾿ ἔν’ ἡ πρώτ’σσα, ἐκέμυνεν ἀτώρᾳ Κοτύωρ. || Γνωμ. Ἀγάπη ποῦ ᾽ναι ἀπὸ καιρό, γεράζει κιˬ ἀσκημένει κιˬ ὅπο͜ιος τὴ διˬώξῃ τὸ πεˬὸ πρὶν πεˬὸ κερδεμένος βγαίνει Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Νά, καλὴ συμπιθιρά μου, | τί κακό πολὺ ποῦ κάνου κὶ μοῦ στέλλεις τοὺ γιράκι | κί μοῦ παίρ’ τὴν περιστέρα κιˬ ἀσκημένει οὑ μαχαλᾶς μου | κιˬ οὐμουρφένει οὑ δικός σου Μακεδ. (Σαμαρ.) Καὶ μετβ. καθιστῶ τινα δυσειδῆ, δύσμορφον ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸ τὸ χτένισμα σ’ ἀσκημένει. Την ἀσκήμυνε ἡ βαρε͜ιὰ δουλε͜ιὰ-ὁ καημὸς τοῦ γιˬοῦ της κττ. πολλαχ. || Ποίημ. Τὴ ζούλε͜ια, φῶς μου, λέν θωριˬὰ | πῶς κίτρινη ἀσκημένει ΑΠάλλη Ταμπουρ. καὶ Κόπαν 83. 2) Χειροτερεύω Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐκέμυνεν ἡ δουλεία Χαλδ. 3) Γίνομαι κακὸς Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): ᾿Ατώρᾳ οἱ ἀθρῶπ’ ἐκέμυναν Τραπ. Πβ. ἀσκημεύω, ἀσκημιˬάζω, ἀσκημίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/