γιˬορτοκλαδεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορτοκλαδεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γιˬορτοκλαδεύω ἐνιαχ. γιˬουρτουκλαδεύου Στερελλ. (Φθιῶτ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τοῦ ρ. κλαδεύω.

Σημασιολογία

Κλαδεύω καλῶς, μὲ ἐπιμέλειαν: ᾎσμ. -Γειά σου, χαρά σου, γερουντα-Καλῶς τοὺ παλληκάρι! -Γιˬατί κλαδεύ’ς τ’ ἀμπέλιˬα σου, τί τὰ γιˬουρτουκλαδεύ’ς;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/