γομαροκολληγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαροκολληγιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γομαροκολληγιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γ᾽μαροὺκου᾽γιὰ Εὔβ. (Λιχὰς κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ κολληγιˬά.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Ἡ διὰ τῆς ἀπὸ κοινοῦ χρησιμοποιήσεως δύο ὄνων συνεταιρικὴ ἐργασία, ἰδίως πρὸς ἄροσιν τῶν ἀγρῶν ἔνθ᾽ ἀν.: β) Μεταφ., εἰρων. ὁ ἐξ ἀνάγκης γενόμενος δεύτερος γάμος ἔνθ᾽ ἀν.: Οὑ Τιρλᾶς πέθαι κ᾽ ἡ ᾽ναῖκα τ᾽ κουλλήιι μ᾽ ἕναν ἄλλουν γ᾽μαρουκου᾽γιˬὰ (κουλλήιι = κολλήγεψε = συνεταιρίσθη, ὑπανδρεύθη) Εὔβ. (Λιχὰς) || Παροιμ. Διφτιρουπαντρε͜ιὲς | γ᾽μαρουκου᾽γιˬὲς (ὅτι ὁ δεύτερος γάμος ὁμοιάζει μὲ κολληγιὰν ὄνων, ἤτοι ἀποβλέπει εἰς κάλυψιν ἀναγκῶν ἀμφοτέρων τῶν μερῶν) Θεσσ. (Ἁλμυρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA