γομαροκοπριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαροκοπριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γομαροκοπριˬὰ ἡ, Ἤπ. (Αὐλότοπ. Μαργαρ. Πέρδικ. Βαβούρ. Τσαμαντ. κ.ἀ.) γουμαρουκουπριˬὰ Ἤπ. (Δωδών. Κουκούλ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ κοπριˬά.
Σημασιολογία
Κόπρος ὄνου ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔβαλε γομαροκοπριˬὰ παλιˬὰ ᾽ς τὶς ἑλὲς καὶ γέρεψαν (= ἀνέρρωσαν, ἀνέπτυξαν βλάστησιν) Ἤπ. (Μαργαρ.) Φ᾽λάου τ᾽ γουμαρουκουπριˬὰ χουρ᾽στὰ γιˬὰ νὰ τ᾽ μπάνου νὰ τ᾽ ρίξου ᾽ς τοὺ λαπατό᾽που (= κῆπον μὲ καλλιεργούμενα λάπαθα) Ἤπ. (Κουκούλ.) Συνών. γαιˬδουροβουνιά, γαιˬδουροκαβαλλῖνα, γαιˬδουροκάβαλλο, γαιˬδουροκοπριˬά, γαιˬδουρόκοπρο, γαιˬδουροκούρελο, γαιˬδουροφούσκι, γομαροβουνιˬά, γομαροκαβαλλῖνα, γομαροκούραδο, γομαροσκατῖνα, γομαροφούσκι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA