γομαροκορομηλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γομαροκορομηλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
γομαροκορομηλιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γουμαροκορομηλιˬὰ Λ. Οἰκονομίδ., Δαμασκ., 40.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ κορομηλιˬά.
Σημασιολογία
Ποικιλία τοῦ φυτοῦ Προύμνη ἡ ἥμερος (Prunus domestica) τῆς οἰκογ. τῶν Ροδιδῶν (Rosaceae) μὲ λίαν εὐμεγέθεις καρπούς. Συνών. βαρδανιˬά, βαρδάσα 2, βαρδασιˬά, δαμασκηνιˬά, κοκκυμηλιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA