γιˬορτολόγημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτολόγημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γιˬορτολόγημα τό, Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γιˬορτολογῶ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἁπασχόλησις διὰ τὴν προετοιμασίαν τῶν πρὸς ἑορτασμὸν ἀναγκαιούντων: Ἀπὸ μιˬὰ βδομάδα πρὶν οἱ ἐπίτροποι τῆς ἐκκλησίας ἄρχισαν τὸ γιˬορτολόγημα. 2) Ζωὴ μὲ διασκεδάσεις καὶ ἀποχὴν ἀπὸ πάσης ἐργασίας: Μὲ τὰ γιˬορτολογήματα κατάντησε φτωχός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA