βαλσαμὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαλσαμὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαλσαμὶ τό, Στερελλ. (Αἰτωλ.) βαρσαμὶ ΚΣτασινοπ. Κρασὶ 12 βαρτσαμὶ Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βαλσαμίς.

Σημασιολογία

1) Βαλσάμι 3, ὃ ἰδ., Στερελλ. (Αἰτωλ.)-ΚΣτασινόπ. ἔνθ’ ἀν. 2) Οἶνος εὐώδης καὶ διαυγὴς Κεφαλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/