γιˬορτολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γιˬορτολόγος ὁ, ἐνιαχ. ιˬορτολόος Πελοπν. (Οἴτυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910), 247.
Σημασιολογία
Ὁ ἑορτὰζων: Ἔχομε πολλοὺς ιˬορτολόους ’ς τὸ χωριὸ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA