γομαροκυλισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαροκυλισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

γομαροκυλισιˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γουμαρουκυ᾽σιˬὰ Μακεδ. (Δαμασκ.) γομαροgυ᾽ὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.) γουμαροgυ᾽σὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.) γουμαρουγκυ᾽ὰ Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) Μακεδ. (Κοζ.) γουμαρουκυ᾽τσιˬὰ Μακεδ. (Δαμασκ.) γουμαρογκυ᾽τὰ Μακεδ. (Βλάστ. Γαλατ. Γρεβεν. Ἐράτυρ. Πελεκᾶν. Σιάτ.) γουμαροκυ᾽τσὰ Μακεδ. (Βόιον) γουμαρογκυλ᾽τσιˬὰ Μακεδ. (Βλάστ. Γήλοφ. Γρεβεν. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καρπερ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. Τριφύλλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ κυλισιˬά.

Σημασιολογία

Ἔκτασις τόπου μικρά, οἱονεὶ ὅση ἀρκεῖ διὰ νὰ κυλισθῇ εἷς ὄνος ἔνθ᾽ ἀν.: Μνιˬὰ γουμαρουγκ᾽τσιˬὰ τόπου θέ᾽ Μακεδ. (Βλάστ.) Μαλώνουν γιˬὰ μιˬὰ γουμαρουγκυ᾽ὰ τόπου Μακεδ. (Κοζ.) Μιˬὰ γουμαροκυ᾽τσὰ χουράφ᾽ ἔχου Μακεδ. (Βόιον) Αὐτὸς ἰκεῖ δὲν ἔ᾽ οὔτι μιˬὰ γουμαρουγκυ᾽ὰ τόπου Ἤπ. (Κουκούλ.) Σὶ μιὰ γουμαρογκυ᾽τὰ τόπου θὰ σ᾽μμαζιφτῶ Μακεδ. (Γαλατ.) Λίγου σκάψ᾽τι, καμμιˬὰ γουμαρουκυ᾽τσιˬὰ τόπου Μακεδ. (Δαμασκ.) Συνών. γαιˬδουροκυλισιˬά, γαιˬδουροκυλίστρα, γομαροκυλίστρα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/