βάλσαμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάλσαμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάλσαμο τό, βάλσαμον Πόντ. (Οἰν. Τραπ.) βάλσαμο κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) βάλσαμον βορ. ἰδιώμ. μπάλσαμο πολλαχ μπάλσαμου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. bάλσαμο, πολλαχ. bάλσαμου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Μπάλτσαμο ἐνιαχ. Μπάλτσαμου Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) bάλτσαμο Ἰθάκ. Παξ. κ.ἀ. μπάλτσουμα Στερελλ. (Καλοσκοπ. Παρνασ.) βάρσαμον Κύπρ. Πόντ (Κερασ. Νικόπ.) βάρσαμο κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων. βάρσαμου βόρ. ἰδιώμ. μπάρσαμο πολλαχ. μπάρσαμου πολλαχ. βορ. ἰδιώμ. bάρσαμο πολλαχ. bάρσαμου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. μπάρτσαμο Ἀπουλ. (Καλημ.) bάρτσαμο Ζάκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) βάρσανον Κύπρ. βάρσανο Ἤπ. βράτσαμον Σύμ. βάλσαμος ὁ, Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Κρήτ.) Νίσυρ. Πελοπν (Ἀρκαδ. Λακων. Λεντεκ.) κ.ἀ. μπάλσαμος ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 140 bάλσαμος Κρήτ. (Σέλιν.) βάρσαμος Ζάκ. Θήρ. Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. Νίσυρ. Σέριφ. Σκῦρ. κ.ἀ. ἀβάρσαμος Κρήτ. bάρσαμος Ζάκ. πάρσαμος Μεγίστ. βάρτσαμος Κεφαλλ. μπάρτσαμος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) bάρτσαμος Ζάκ. Νάξ. (Δαμαρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βάλσαμον. Ὁ τύπ. μπάλσαμο, bάλσαμο κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ Ἰταλ. balsamo. Περὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ γένους ἴδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,383. Τὸ π τοῦ τύπου πάρσαμος παλαιὸν ὡς μαρτυρεῖ τὸ μεταγν. πάλσαμον.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἀρχαῖον ὁποβάλσαμον, ἤτοι ὁ ὀπὸς τοῦ Ἀραβικοῦ θάμνου άμυρίδος τοῦ ὀποβαλσάμου (amyris obobal), πανάκεια κατὰ τραυμάτων καὶ κωλικῶν ἔνθ’ ἀν. β) Πᾶν φάρμακον παχύρρευστον (ἐκ τῶν βαλσάμων ἢ ἡμιρρεύστων ρητινῶν τῆς χυμείας) ἔνθ’ ἀν. γ) Πᾶσα φαρμακευτικὴ σκευασία παυσώδυνος ἔνθ’ ἀν. 2) Πᾶν φυτὸν δίδον ὀπὸν ἢ ἀπόσταγμα ἀντικαθιστῶν τὸ φάρμακον ὀποβάλσαμον, ἤτοι α) Ἀθανασία ἡ βαλσαμώδης (tanacetum balsamica) τῆς τάξεως τῶν συνδέτων (compositae) ἔνθ’ ἀν. Συνων καρυˬοφὑλλι. β) Τὸ ἀρχαῖον πύρεθρον ἢ παρθένιον, πύρεθρον τὸ παρθένιον (pyrethrum parthenium) τῆς τάξεως τῶν συνδέτων (compositae) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀρμένι 1α, ἀσπρούχι, βασκαντῆρα, παρθενούλλι. γ) Ἡδύοσμος ὁ πράσινος (menthe viridis) ἔνθ’ ἀν. δ) Τὸ ἀνεμογλέντι, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. ε) Αἱ ἀνωνίδες (ἰδ. ἀνωνίδα) ἔνθ’ ἀν. Συνών. βαλσαμόχορτο. ς) Εἴδη ὑπερικοῦ (hypericum) τῆς τάξεως τῶν ὑπερικωδῶν (hypericaceae), ὡς ὑπερικὸν τὸ διάτρητον (hypericum perforatum), συνών. ἀγούδουρας 1, λειχηνόχορτο, περίκη, Προδρόμου βοτάνι, χελωνόχορτο, καὶ ὑπερικὸν τὸ ἐμπετρόφυλλον (hypericum empetrifolium) ἔνθ’ ἀν. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/