γομαρομαθαίνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαρομαθαίνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γομαρομαθαίνω ἐνιαχ. γ᾽μαρουμαθαίνου Στερελλ. (Φθιῶτ.) Μετοχ. γ᾽μαρουμαθ᾽μένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γομάρι καὶ τοῦ ρ. μαθαίνω.

Σημασιολογία

Μεταφ. ἀνάγωγος ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. φρ. Μικρὸς κιˬ ἀνήλικους κὶ γ᾽μαρουμαθ᾽μένους.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/