γομαρομούλαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γομαρομούλαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γομαρομούλαρο τὀ, Ρ. Δημητρ., Κτηνοτρ., 27 γουμαρουμούλαρου Μακεδ. (Βροντ.) γουμαρόμ᾽λαρου Θεσσ. (Γερακάρ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γηλοφ. Δασοχώρ. Τρικοκκ. κ.ἀ.) γ᾽μαρουμούλαρου Στερελλ. (Αἰτωλ. Φθιῶτ. Φωκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γομάρι καὶ μουλάρι.

Σημασιολογία

1) Ἡμίονος γεννηθεὶς ἐκ διασταυρώσεως ἵππου μετὰ θηλείας ὄνου ἔνθ ἀν.: Εἶι κουντό, γιˬατ᾽ εἶι γ᾽μαρουμούλαρου Στερελλ. (Αἰτωλ.) 2) Ὄνος ἴσος κατὰ τὸ ὕψος πρὸς ἡμίονον Ρ. Δημητρ., Κτηνοτρ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαιˬδουρομούλαρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/