βαλσαμόχορτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαλσαμόχορτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βαλσαμόχορτο τό, πολλαχ. μπαλσαμόχορτο Λεξ. Βλαστ. 460 καὶ 463 βαρσαμόχορτο Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βάλσαμο καὶ χόρτο.
Σημασιολογία
Βάλσαμο 2ε, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA