γόμαρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόμαρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γόμαρος ὁ, Ἤπ. (Βούρμπιαν. Κόνιτσ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. γόμαρους Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Ψαχν.) Ἤπ. (Ἄρτ. Ἀρτοπ. Κουκούλ. Πλάκ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ. Γερακάρ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Γαλατ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Ριζώμ. Τρικοκκ. κ.ἀ.) γούμαρος Σόμ. γούμαρε Τσακων. (Μέλαν.) γιˬόμαρος Ἐρεικ. Κέρκ. (Σιναρᾶδ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. γομάρι.
Σημασιολογία
1) Μέγα φορτίον ζῴου Ἐρεικ. Κέρκ. (Σιναρᾶδ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Σόμ. Τσακων. (Μέλαν.): Ἔφερ᾽ ἕνα γιˬόμαρο βράχλα γιˬὰ νὰ βάλῃ πάνω ᾽ς τὸν gάλυβο (βράχλα = φτέρες, κάλυβος = καλύβα) Ἐρεικ. || ᾎσμ. Νά σου καὶ ἡ κακογριˬὰ | μ᾽ ἕνα γιˬόμαρο κλαριˬὰ Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) 2) Μέγας ὄνος Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν. Ψαχν.) Ἤπ. (Ἄρτ. Ἀρτοπ. Βούρμπιαν. Κόνιτσ. Κουκούλ. Πλάκ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ. Γερακάρ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Βελβ. Γαλατ. Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Τρικοκκ. κ.ἀ.): Ἀγόρασι ἕνα γόμαρου ᾽ς τοὺ παζάρ᾽ πού ᾽ι σὰ μπ᾽λάρ᾽ Κουκούλ. Ἡ μπάλιˬα ἡ φουράδα καρτιράει τοὺ βαρβάτου τοὺ γόμαρου (μπάλιˬα = ἀσπροκέφαλη) Γαλατ. Μιˬὰ γκαμήλα κ᾽ ἕνας γόμαρους ἔκαναν συντρουφιˬὰ νὰ πά᾽ νὰ βουσκήσουν ἀντάμα (ἐκ παραμυθ.) Θεσσ. || Παροιμ. Ὅπους γόμαρος, κ᾽ ἐμεῖς σαμάρι (ἐπὶ τῶν κολακευόντων τοὺς ἰσχυροὺς διὰ νὰ ἀποκομίσουν ὠφέλειαν) Ἤπ. Πῶς γελοῦν τὸ γόμαρου καὶ σαμαρώνουν τὴ γάττα (εἰς ἄλλον ὑπόσχονται καὶ εἰς ἄλλον δίδουν) Ἁλμυρ. || ᾎσμ. Νά εἴχαμ᾽ ἕνα γόμαρο, νὰ καβα᾽κεύῃ ὁ γέρος Ἤπ. β) Μεταφ., ὁ ἀναίσθητος, ὁ ἀναιδὴς εἰς μεγεθ. σημ. Ἤπ. (Ἀρτοπ. Κουκούλ. Πλάκ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Κατάκαλ. Ριζώμ. Τρικοκκ. κ.ἀ.): Ξέρεις τί γόμαρος εἶν᾽ αὐτός; Κεφαλλ. Τί κάθισι, μουρὲ γόμαρι, κὶ δὲν πᾷς νὰ δ᾽λεψῃς; Κουκούλ. Νὰ σκάσ᾽ς, γόμαρι! Δεσκάτ. γ) Βλάξ, ἀνόητος Ἤπ.: Μὴ χάνῃς τὰ λόγιˬα σου. Εἶναι γόμαρος καὶ δὲν ἀκούει συμβουλές. 3) Ἡ ἐλαφρῶς κυρτὴ ἐπιφάνεια τοῦ ἀστραγάλου τῶν ζῴων ἡ χρησιμοποιουμένη διὰ τὴν παιδιὰν κότσιˬα Ἤπ. (Ἄρτ.) Συνών. γαιˬδουράκι 2, γάιδαρος 14.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA