βάλσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάλσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βάλσιμο τὀ, βάλσιμον Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βάλσιμουν Λυκ (Λιβύσσ.) βάλσιμο κοιν. βάλσ’μου βόρ. ἰδιώμ. βάλτσ'μου Θεσσ. βάρσιμον Μεγίστ. Βάρσιμο σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βάλλω. Περὶ τοῦ τύπ. βάλτσ’μου ἰδ. ΑΤζαρτζάν. Θεσσαλ. Διαλ. 42.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἧττα τοῦ παλαιστοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) 2) Ἡ τοποθέτησις πράγματός τινος κοιν. Συνών. βάλμα 1, *βαλμὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA