γιˬορτοπιˬάνομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορτοπιˬάνομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬορτοπιάνομαι Θρᾴκ. (Μέτρ.) Κεφαλλ. κ.ἀ. γιˬουρτουπιάνουμι Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μετοχ. γιˬουρτουπιˬασμένους Στερελλ. (Ἀχυρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορτὴ καὶ τοῦ ρ. πιˬάνομαι, διὰ τὸ ὁπ. βλ., πιˬάνω.
Σημασιολογία
1) Συλλαμβάνομαι (ἐν γαστρὶ) ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς ἢ κατὰ τὴν προηγουμένην τῆς ἑορτῆς νύκτα ἐνιαχ.: Γιˬορτοπιάστηκε, βλέπω (ὅταν οἱ ὑπολογισμοί, μὲ βάσιν τὸν χρόνον γεννήσεως, δείξουν ὅτι τὸ τεχθὲν συνελήφθη ὡς ἀνωτέρω) Κεφαλλ. Τὰ γιˬορτοπιˬασμένα παιδιˬὰ γίνοdαι στριgλάκιˬα Θρᾴκ. (Μέτρ.) Τὰ γιˬορτοπιˬασμένα παιδιˬὰ εἶναι μπὶτ λωβὰ (ἀνάπηρα, σημειωμένα) Ἤπ. (Μαργαρ.) β) Ἡ μετοχ. γιˬορτοπιˬασμένος, ὁ ἔχων σωματικὸν ἐλάττωμα, καχεκτικὸς Κεφαλλ. Πελοπν. (Ξεχωρ.)-Ν. Πολίτ., Παραδ., 2, 1282: Τσείνη ἡ Μαρία γέννησε τσ’ ἄλλο παιδὶ γιˬορτοπιασμένο. γ) Ὑβριστικῶς ἐπὶ ἀτάκτου παιδὸς Πελοπν. (Ξεχώρ.): Ἄ, ρὲ γιˬορτοπιˬασμένο, ἂ σὲ βάλω ’ς τὰ χέριˬα μου, θὰ σὲ τσαραπίσω (=χτυπήσω). 2) Διατελῶ ἐν ἑορτῇ, σχολάζω Στερελλ. (Ἀχυρ.): -Εἶσι κὶ σὺ γιˬουρτουπιˬασμένους σήμιρα, μπάρμπα; -Γιˬουρτουπιˬάνουμι κὶ ’γὼ κανιˬὰ βουλά. Εἶστι πέρα γιˬὰ πέρα γιˬουρτουπιˬασμέ’ ἰδῶ κάτ’. 3) Ἐνδύομαι ἑορταστικῶς Στερελλ. (Ἀχυρ.) Σὰ γιˬουρτουπιˬασμένου σὶ γλέπου σήμιρα ’κόλα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA